προσανατέλλω
English (LSJ)
poet. προσαντ-,
A rise up to, ἐς οὐρανόν E.Supp. 688.
German (Pape)
[Seite 750] poet. προσαντέλλω, dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688.
Greek (Liddell-Scott)
προσανατέλλω: ποιητικ. προσαντ-, ἀνυψοῦμαι, ἀναβαίνω, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσανατέλλουσαν Εὐρ. Ἱκέτ. 688.
French (Bailly abrégé)
s’élever vers.
Étymologie: πρός, ἀνατέλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α ἀνατέλλω
μσν.
δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.)
αρχ.
ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.).