προσαφής

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰφής Medium diacritics: προσαφής Low diacritics: προσαφής Capitals: ΠΡΟΣΑΦΗΣ
Transliteration A: prosaphḗs Transliteration B: prosaphēs Transliteration C: prosafis Beta Code: prosafh/s

English (LSJ)

ές,

   A touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.

German (Pape)

[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῡ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -αφής (ἀφή), πρβλ. συν-αφής].