προσεκπίνω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source

German (Pape)

[Seite 758] (s. πίνω), noch dazu austrinken, adj. verb., προσεκποτέον ἐστὶ τὸ δυσχερές, Pl ut. adv. Col. 8.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω προσέτι, ῥημ. ἐπίθ. προσεκποτέον, Πλούτ. 2. 1111C.

Greek Monolingual

Α
πίνω κάτι ακόμη εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο ενός ποτηριού»].