πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
[Seite 762] zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
-ον, Α
1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον
α) κέρδος από χρήματα, τόκος
β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔργον (πρβλ. πάρ-εργον)].