ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
-άω, Αχτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο και το συντρίβω, σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θλῶ «συντρίβω, σπάζω»].