προσλέχομαι
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Full diacritics: προσλέχομαι | Medium diacritics: προσλέχομαι | Low diacritics: προσλέχομαι | Capitals: ΠΡΟΣΛΕΧΟΜΑΙ |
Transliteration A: prosléchomai | Transliteration B: proslechomai | Transliteration C: proslechomai | Beta Code: prosle/xomai |
A lie beside, only Ep. aor. προσέλεκτο Od.12.34.
Α
(επικ. τ. που απαντά μόνο στον αόρ. β' και στον τ. προσέλεκτο) πλαγιάζω κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λέχομαι «ξαπλώνω»].