προσλέχομαι

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλέχομαι Medium diacritics: προσλέχομαι Low diacritics: προσλέχομαι Capitals: ΠΡΟΣΛΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosléchomai Transliteration B: proslechomai Transliteration C: proslechomai Beta Code: prosle/xomai

English (LSJ)

   A lie beside, only Ep. aor. προσέλεκτο Od.12.34.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ. που απαντά μόνο στον αόρ. β' και στον τ. προσέλεκτο) πλαγιάζω κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λέχομαι «ξαπλώνω»].