προσκέλλω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

aor. -έκελσα,

   A push to land, land, νήσῳ Orph.A.1050, Opp.H.2.500, cf. Nonn.D.3.47.

German (Pape)

[Seite 769] dazu treiben, Orph. Arg. 1048.

Greek (Liddell-Scott)

προσκέλλω: προσορμίζομαι, Ποιάνθῃ (ἢ ποιανθεῖ) νήσῳ προσεκέλσαμεν Ὀρφ. Ἀργ. 1048.

Greek Monolingual

Α
(σχετικά με πλοίο) ωθώ, φέρνω στην ξηρά, προσορμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κέλλω «ωθώ προς τα μπροστά, οδηγώ πλοίο στην ακτή»].