προσκέλλω

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκέλλω Medium diacritics: προσκέλλω Low diacritics: προσκέλλω Capitals: ΠΡΟΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: proskéllō Transliteration B: proskellō Transliteration C: proskello Beta Code: proske/llw

English (LSJ)

aor. -έκελσα, push to land, land, νήσῳ Orph.A.1050, Opp.H.2.500, cf. Nonn. D. 3.47.

German (Pape)

[Seite 769] dazu treiben, Orph. Arg. 1048.

Greek (Liddell-Scott)

προσκέλλω: προσορμίζομαι, Ποιάνθῃ (ἢ ποιανθεῖ) νήσῳ προσεκέλσαμεν Ὀρφ. Ἀργ. 1048.

Greek Monolingual

Α
(σχετικά με πλοίο) ωθώ, φέρνω στην ξηρά, προσορμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κέλλω «ωθώ προς τα μπροστά, οδηγώ πλοίο στην ακτή»].