πρόσκρανον
From LSJ
English (LSJ)
A v. ποτίκρανον.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκρᾱνον: ἴδε ποτίκρανον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ποτίκρανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κρανον (< κράνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ποτί-κρανον].
Full diacritics: πρόσκρᾱνον | Medium diacritics: πρόσκρανον | Low diacritics: πρόσκρανον | Capitals: ΠΡΟΣΚΡΑΝΟΝ |
Transliteration A: próskranon | Transliteration B: proskranon | Transliteration C: proskranon | Beta Code: pro/skranon |
A v. ποτίκρανον.
πρόσκρᾱνον: ἴδε ποτίκρανον.
τὸ, Α
ποτίκρανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κρανον (< κράνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ποτί-κρανον].