προσκεφαλίς
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = foreg. 1, Gloss.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
μαξιλάρι, προσκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ-αιον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].