ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
προσκυρῶ, -όω, ΝΜΑ κυρῶ
επικυρώνω, βεβαιώνω επιπροσθέτως
νεοελλ.
(νομ.) (για δικαστική αρχή) δίνω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος αφαιρώντας το αναγκαστικά από άλλον
αρχ.
παθ. προσκυροῡμαι, -όομαι
περιβάλλομαι με κύρος.