προσκυρώνω

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

προσκυρῶ, -όω, ΝΜΑ κυρῶ
επικυρώνω, βεβαιώνω επιπροσθέτως
νεοελλ.
(νομ.) (για δικαστική αρχή) δίνω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος αφαιρώντας το αναγκαστικά από άλλον
αρχ.
παθ. προσκυροῦμαι, -όομαι
περιβάλλομαι με κύρος.