προσοφθάλμιος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον οφθαλμό ή αυτός που τοποθετείται μπροστά από τον οφθαλμό
2. φρ. «προσοφθάλμιος φακός» ή «προσοφθάλμιο σύστημα» ή απλώς «προσοφθάλμιος»
(οπτ.) φακός ή συνθετότερο οπτικό σύστημα που αποτελείται από το πλησιέστερο προς τον οφθαλμό του παρατηρητή σύστημα ενός οπτικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οφθαλμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].