προσφυγικός

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πρόσφυγας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσφυγα ή στους πρόσφυγες («προσφυγική αποκατάσταση»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσφυγικά
συνοικία προσφύγων
3. φρ. «προσφυγικό ζήτημα» — το ζήτημα που δημιουργείται από τη συρροή και εγκατάσταση μεγάλων πληθυσμών σε άλλη χώρα, όχι πάντοτε ομοεθνή, ως απόρροια πολέμου ή διωγμού εθνικού ή θρησκευτικού.