Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Full diacritics: προφέριστος | Medium diacritics: προφέριστος | Low diacritics: προφέριστος | Capitals: ΠΡΟΦΕΡΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: prophéristos | Transliteration B: propheristos | Transliteration C: proferistos | Beta Code: profe/ristos |
ον,
A surpassing, excellent, Dioscorus in PLit.Lond. 100 C1.
-ίστη, -ον, Α
αυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].