προχοΐδα

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

η / προχοΐς, -ίδος, ΝΑ
(στην αρχαιολ.) μικρή πρόχους
νεοελλ.
χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια κατά τη διεξαγωγή ογκομετρικών αναλύσεων για τη μέτρηση του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων
αρχ.
επίχυση, το να ρίχνει κανείς υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορων-ίς)].