προσχώρηση
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
η / προσχώρησις, -ήσεως, ΝΑ προσχωρῶ
προσέγγιση, πλησίασμα
νεοελλ.
1. αποδοχή και υιοθέτηση τών αντιλήψεων ή τών δογμάτων άλλου
2. διεθν. δίκ. νομική πράξη με την οποία ένα κράτος, αν και δεν μετέσχε στη σύναψη μιας συνθήκης, τίθεται υπό το νομικό καθεστώς της.