πρωτόνιο
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
το, Ν
1. (φυσ. -χημ.) υποατομικό σωματίδιο που φέρει θετικό ηλεκτρικό φορτίο και έχει μάζα κατά 1.836 περίπου φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου, αλλ. πρώτο
2. φρ. «κύκλος πρωτονίου - πρωτονίου» ή «αλυσίδα πρωτονίου-πρωτονίου»
(φυσ.-αστρον.) αλυσίδα θερμοπυρηνικών αντιδράσεων που αποτελούν την κύρια πηγή της ενέργειας η οποία ακτινοβολείται από τον Ήλιο και τους άλλους «ψυχρούς» σχετικά αστέρες της κύριας ακολουθίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proton < πρώτον, ουδ. του επιθ. πρώτος].