πυκνόμετρο
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
το, Ν
1. φυσ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση ορισμένων χαρακτηριστικών ενός υγρού, όπως είναι η πυκνότητα και το ειδικό βάρος
2. φρ. «οπτικό πυκνόμετρο»
(φωτογρ.) συσκευή η οποία μετρά την πυκνότητα ενός φωτογραφικού φιλμ ή μιας φωτογραφικής πλάκας καταγράφοντας φωτομετρικά τη διαφάνειά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pycnometer (< πυκνός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος].