πυκνόμετρο
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
Greek Monolingual
το, Ν
1. φυσ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση ορισμένων χαρακτηριστικών ενός υγρού, όπως είναι η πυκνότητα και το ειδικό βάρος
2. φρ. «οπτικό πυκνόμετρο»
(φωτογρ.) συσκευή η οποία μετρά την πυκνότητα ενός φωτογραφικού φιλμ ή μιας φωτογραφικής πλάκας καταγράφοντας φωτομετρικά τη διαφάνειά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pycnometer (< πυκνός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος].