φιλμ
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ.
1. (φωτογρ.) διεθνής ονομασία μεμβράνης από νιτρική κυτταρίνη ή, σήμερα σχεδόν αποκλειστικά, από οξική κυτταρίνη ή πολυεστέρα, επικαλυμμένη με φωτοευαίσθητο γαλάκτωμα που χρησιμοποιείται στις κινηματογραφικές και φωτογραφικές μηχανές
2. συνεκδ. κινηματογραφική ταινία, κινηματογραφικό έργο
3. φρ. «ραδιογραφικά φιλμ»
(φωτογρ.) ειδικά φωτοευαίσθητα φύλλα χρησιμοποιούμενα για την αποτύπωση ιοντιζουσών ακτινοβολιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. film «μεμβράνη» < αγγλοσαξ. filmen (< ΙΕ ρίζα pel- «περιτυλίγω, περικαλύπτω»). Ο τ. συνδέεται με τα πέλμα και λατ. pellis «δέρμα», που ανάγονται στην ίδια ρίζα].