Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
-η, -ο, Ναραδιασμένος με πυκνό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + αραδιασμένος (< αραδιάζω)].