Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυροφάνι

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(αλιευτ.)
1. σιδερένια σχάρα που εξέχει από την πλώρη αλιευτικού σκάφους και πάνω στην οποία είναι τοποθετημένη λάμπα μεγάλης ισχύος, που λειτουργεί συνήθως με ασετυλίνη ή υγραέριο, και που λόγω του έντονου φωτισμού στη διάρκεια της νύχτας, προσελκύει τα ψάρια και άλλα αλιεύματα, τα οποία συλλαμβάνονται με απόχη ή με καμάκι
2. το είδος αλιείας που ασκείται με τον παραπάνω τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ. πυρός + φανός μέσω αμάρτυρου πυροφάνιον].