πυρομέτρης

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρομέτρης Medium diacritics: πυρομέτρης Low diacritics: πυρομέτρης Capitals: ΠΥΡΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: pyrométrēs Transliteration B: pyrometrēs Transliteration C: pyrometris Beta Code: purome/trhs

English (LSJ)

ου, and πῡρο-μετρητής, οῦ, ὁ,

   A one who measures wheat, and πῡρο-μετρέω, measure wheat, Poll.7.18.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, der Weizenmesser, Poll. 7, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρομέτρης: -ου, καὶ -μετρητής, οῦ, ὁ, σιτομέτρης καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, Πολυδ. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο μετρητής σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -μέτρης (< μέτρον)].