ῥᾴδια

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾴδια Medium diacritics: ῥᾴδια Low diacritics: ράδια Capitals: ΡΑΔΙΑ
Transliteration A: rhā́idia Transliteration B: rhadia Transliteration C: radia Beta Code: r(a/|dia

English (LSJ)

τά, a kind of

   A easy shoes, Pherecr.227, Pl.Com.251.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾴδια: τά, εἶδος σανδαλίων ἢ ἐμβάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 76, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 55.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

και κατά τον Ησύχ. ῥάϊδια, τὰ, Α
παντόφλες ή σανδάλια ή, κατ' άλλους, γυναικεία υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του πληθ. του ουσ. του επιθ. ῥάδιος με την έννοια ότι οι παντόφλες είναι άνετα, ευκολοφόρετα παπούτσια].