Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
το / ῥάβδισμα, -ίσματος, ΝΜ ῥαβδίζω
η ενέργεια του ραβδίζω, το χτύπημα με ράβδο, το ξυλοκόπημα
νεοελλ.
(σχετικά με οπωροφόρα δέντρα) το τίναγμα τών καρπών με ραβδί, ραβδισμός.