Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ράβδισμα

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

το / ῥάβδισμα, -ίσματος, ΝΜ ῥαβδίζω
η ενέργεια του ραβδίζω, το χτύπημα με ράβδο, το ξυλοκόπημα
νεοελλ.
(σχετικά με οπωροφόρα δέντρα) το τίναγμα τών καρπών με ραβδί, ραβδισμός.