ραντεβού

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. συνάντηση
2. συνεννόηση για συνάντηση («ο γιατρός δέχεται με ραντεβού»)
3. ερωτική συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rendez vous].