τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words
το, Ν1. συνάντηση2. συνεννόηση για συνάντηση («ο γιατρός δέχεται με ραντεβού»)3. ερωτική συνάντηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rendez vous].