ράζω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
Α
1. (για σκύλο) γρυλίζω ή γαυγίζω
2. μτφ. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία όπως και τα συνώνυμα του ρύζω και ἀράζω (II)].