ῥίψασπις

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥίψασπις Medium diacritics: ῥίψασπις Low diacritics: ρίψασπις Capitals: ΡΙΨΑΣΠΙΣ
Transliteration A: rhípsaspis Transliteration B: rhipsaspis Transliteration C: ripsaspis Beta Code: r(i/yaspis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A throwing away one's shield in battle, craven, Ar.Nu.353, Pax1186, Pl.Lg.944b.

German (Pape)

[Seite 845] ιδος, Schildwegwerfer, der in der Schlacht den Schild Wegwerfende und Entfliehende; Ar. Nubb. 352 Pax 1152; ἀνδρὶ ῥιψάσπιδι, Plat. Legg. XII, 944 b; Plut. Pelop. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίψασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ῥίπτων τὴν ἑαυτοῦ ἀσπίδα ἐν τῇ μάχῃ, δειλός, Ἀριστοφ. Νεφ. 353, Εἰρ. 1186, Πλάτ. Νόμ. 944Β. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥίψασπις· ὁ ἐν τῷ πολέμῳ τὰ ὅπλα ῥίψας ἐκ φόβου, δειλός».

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
le lâche qui jette son bouclier pour s’enfuir.
Étymologie: ῥίπτω, ἀσπίς.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα της μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο
2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. μίκρ-ασπις, φέρ-ασπις)].