ροδοψίνη
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
η, Ν
(βιοχ.-φυσιολ.) χρωμοπρωτεΐνη, δηλαδή πρωτεΐνη συνδεδεμένη με χρωστική, η οποία περιέχεται στα φωτοευαίσθητα ραβδία του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του οφθαλμού και της οποίας η λειτουργία συνίσταται στην προσαρμογή του ματιού στο αμυδρό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhodopsin (< ῥόδον + όψις + κατάλ. -ίνη)].