ρουβία
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, της οικογένειας ρουβιίδες, της τάξης γεντιανώδη, με 40 περίπου είδη, από τα οποία τα Rubia tinctoria και Rubia cordifolia καλλιεργούνταν για την κόκκινη χρωστική αλιζαρίνη που περιέχουν οι ρίζες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rubia < λατ. rubia «ερυθρόδανο» (συγγενές του ruber «κόκκινος»)].