Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρυτίδωση

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

η / ῥυτίδωσις, -ώσεως, ΝΑ ῥυτιδῶ
σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα
νεοελλ.
1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία του δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα, αλλά και στον τράχηλο, και η οποία οφείλεται στον εκφυλισμό και στην απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος λόγω ηλικίας, ενώ στα νεαρά άτομα παρουσιάζεται λόγω συγκινήσεων, καταχρήσεων κ.ά. καταστάσεων
2. μτφ. ελαφρός κυματισμός θάλασσας ή λίμνης
αρχ.
η συστολή, η σμίκρυνση του ματιού.