ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Ν
1. ναυτ. προωθώ το μεσαίο ιστίο του προβόλου
2. (η προστ.) σάγια!
ναυτικό κέλευσμα.