σάκα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. πλαστική, δερμάτινη ή υφασμάτινη τσάντα στην οποία τοποθετούν οι μαθητές τα βιβλία, τα τετράδια και, γενικά, όλα τα απαραίτητα για το σχολείο
2. μικρός κυνηγετικός σάκος ή σακίδιο
3. τσάντα στην οποία τοποθετούνται διάφορα έγγραφα, ο χαρτοφύλακας
4. (γενικά) σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος, με αλλαγή γένους κατά το τσάντα].