σακάτης

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

ο, θηλ. σακάτισσα, Ν
άτομο που παρουσιάζει σοβαρές ή και ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες, ανάπηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sakat].