σακκώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκώνυμος Medium diacritics: σακκώνυμος Low diacritics: σακκώνυμος Capitals: ΣΑΚΚΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: sakkṓnymos Transliteration B: sakkōnymos Transliteration C: sakkonymos Beta Code: sakkw/numos

English (LSJ)

ον,

   A named from a sack, Sch.Lyc.183.

Greek (Liddell-Scott)

σακκώνυμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἐκ σάκκου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 183.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πτερ-ώνυμος].