σαργῖνος
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
ὁ, a kind of gregarious fish, Epich.56, Arist.HA610b6.
German (Pape)
[Seite 862] ὁ, Ath. VII, 321 c aus Epicharm., ein Fisch, vom Folgdn unterschieden, nach Einigen f. L. statt σαρδῖνος, vgl. Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σαργῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος κατ’ ἀγέλας πορευομένου, Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ-ῖνος, κορακ-ῖνος, σαρδ-ῖνος)].