Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σακάκι

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

το, Ν [[σάκ(κ)ος]]
1. ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι που καλύπτει το επάνω μέρος του σώματος και τα χέρια
2. μικρός σάκος, σακίδιο.