σβουρίζω
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
Ν σβούρα
1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα
2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («του σβούριξε μία και του 'φυγαν τα γυαλιά»).