σάραξ

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάραξ Medium diacritics: σάραξ Low diacritics: σάραξ Capitals: ΣΑΡΑΞ
Transliteration A: sárax Transliteration B: sarax Transliteration C: saraks Beta Code: sa/rac

English (LSJ)

(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.Mag.1.12.
σάραξ (B), =

   A tinea, Gloss.

Greek Monolingual

(I)
-ακος, ἡ, Α
δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).———————— (II)
-ακος, ὁ, Α
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ιταλ. saracco «καταστρέφω»].