σερβικός

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

Greek Monolingual

-ή, -ό, και σέρβικος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σερβία ή στους Σέρβους
2. (το θηλ. εν. και το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) η Σερβική και τα Σερβικά ή Σέρβικα
η σερβική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σερβία / Σέρβος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].