σημάδεμα
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
το, Ν
σημαδεύω
1. το να επισημαίνει κανείς κάτι, η τοποθέτηση διακριτικού σημείου, η επισήμανση
2. σκόπευση
3. σακάτεμα.