σημαντικότητα
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
η, Ν
η ιδιότητα του σημαντικού, η σπουδαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαντικός. Η λ., στον λόγιο τ. σημαντικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].