σημαντικότητα
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
η, Ν
η ιδιότητα του σημαντικού, η σπουδαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαντικός. Η λ., στον λόγιο τ. σημαντικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].