σεργιανίζω

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

και σιργιανίζω και σεργιανώ, -άω και σεριανώ, -άω και σιργιανώ, -άω, Ν σεργιάνι / σιργιάνι
1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο
2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τον πηγαίνω περίπατο.