σηκοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek (Liddell-Scott)

σηκοφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, Πολυδ. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας του σηκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + φύλαξ.