σιδεράδικο

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδηρουργείο
2. κατάστημα πώλησης σιδερικών, σιδηροπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδεράς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατ-άδικο)].