σιδερός

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σίδερο
(κυρίως στον Ερωτόκρ.)
1. σιδερένιος («σιδερὸν αμόνι», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. πολύ σκληρός («κάναμε σιδερή καρδιά, τ' αφτιά μας μολυβένια», δημ. τραγούδι).