σιδεράκι
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
το, Ν σίδερο
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό τεμάχιο σιδήρου
2. φρ. «σιδεράκια δοντιών» — ορθοδοντική πρόθεση.