σιδεράκι

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

το, Ν σίδερο
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό τεμάχιο σιδήρου
2. φρ. «σιδεράκια δοντιών» — ορθοδοντική πρόθεση.