σιδεράκι

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

το, Ν σίδερο
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό τεμάχιο σιδήρου
2. φρ. «σιδεράκια δοντιών» — ορθοδοντική πρόθεση.